- σαμαρσκίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) νιοβιοτανταλικό ορυκτό τού ουρανίου, τού σιδήρου και τού νατρίου, που αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα τών στοιχείων αυτών, αλλ. ουρανοτανταλίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. samarskite < Col. von Samarski, Ρώσος υπάλληλος ορυχείου].
Dictionary of Greek. 2013.